- μνήμη
- Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης.
Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια την άλλη κατά σταθερή σειρά. Ένα γεγονός που γίνεται αντιληπτό προκαλεί αρχικά την εντύπωσή του (απομνημόνευση). Αυτό μπορεί να μείνει βουβό για μια λανθάνουσα περίοδο (διατήρηση), που ποικίλλει από κλάσματα του δευτερολέπτου έως πολλά χρόνια: σ’ αυτή τη χρονική περίοδο η συμπεριφορά του ατόμου δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί από την εμπειρία που έζησε και που φαίνεται να έχει ξεχαστεί.
Εθελοντικά ή λόγω ακούσιων γεγονότων (π.χ. τυχαίος συνδυασμός μεταξύ νέων εμπειριών και της παλιάς), το λανθάνον ίχνος που έχει διατηρηθεί στο προσυνειδητό, μπορεί να επανεμφανιστεί στο πεδίο της συνείδησης· αυτό αποτελεί τη στιγμή της ανάπλασης. Η ανάπλαση συνδέεται στενά με την αναγνώριση της παράστασης, δηλαδή το πνευματικό έργο με το οποίο η παράσταση που μόλις έχει αναπλαστεί στη μνήμη αφομοιώνεται στο περιεχόμενο μιας εμπειρίας, την οποία έχει ζήσει το άτομο σ’ έναν ορισμένο τόπο και χρόνο. Πραγματοποιείται έτσι μια «μνημονική παράσταση».
Η ψυχική διεργασία της μ. αποτέλεσε αντικείμενο πολυάριθμων πειραματικών ερευνών. Στα τέλη του 19ου αι. ο Χέρμαν Εμπινγκχάους απέδειξε ότι στη διεργασία αυτή αποφασιστική σημασία έχει η δομική οργάνωση του υλικού που εισέρχεται στο πεδίο της αντίληψης. Όσο περισσότερο το προς απομνημόνευση υλικό είναι προικισμένο με σημασία, όσο είναι πιο συναφές με την προσωπικότητα του ατόμου, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να εντυπωθεί και να διατηρηθεί, τόσο πιο εύκολα και πιο πιστά θα αναπλασθεί. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τις μελέτες της ψυχολογίας της μορφής, κατά την οποία το αναπλασσόμενο υλικό είναι αναπόσπαστο μέρος ενός οικοδομήματος: εάν ένα μέρος αυτού του οικοδομήματος εμφανιστεί σε μια ορισμένη στιγμή και ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε γεγονότος στο πεδίο της συνείδησης, ολόκληρο το οικοδόμημα τείνει να εμφανιστεί. Τόσο πιο εύκολα και πιο πιστά θα πραγματοποιηθεί αυτή η αποκατάσταση, όσο πιο δυνατή ή πιο εντυπωμένη θα ήταν η μορφή της.
Σε πιο κλασική ορολογία, για να ερμηνευθεί το έργο της μ. μπορούμε να επικαλεσθούμε έναν μηχανισμό συνειρμού. Μια δεδομένη αντιληπτή εμπειρία συνδυάζεται λόγω συνάφειας, ομοιότητας ή αντίθεσης με άλλες παραστάσεις. Εάν μια απ’ αυτές επανεμφανίζεται στη συνείδηση, μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση άλλων συνδυαζόμενων παραστάσεων. Η ψυχανάλυση, υποτιμώντας αυτό το απλό φαινόμενο συνειρμού, προβάλλει τη σημασία των συναισθηματικών καταστάσεων στη φάση της ανάπλασης: ενώ από τη μια πλευρά ορισμένες ψυχικές πολώσεις θα προκαλούσαν ή θα ευνοούσαν την εμφάνιση στο πεδίο της συνείδησης ειδικών αναμνηστικών υλικών, από την άλλη, ο μηχανισμός της απομάκρυνσης θα προσπαθούσε να απομακρύνει απ’ αυτό αναμνήσεις που έχουν έντονο συγκινησιακό περιεχόμενο. Έτσι εξηγούνται οι αμνησίες, που θεωρούνται από τους ψυχαναλυτές συμπτώματα.
Εκτός αυτών παρατηρείται ότι τα κοινωνικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού επηρεάζουν τη δυναμική της ανάπλασης, επιταχύνοντας και διευκολύνοντας, με την επιβολή ορισμένης κλίμακας αξιών, την ανάπλαση ορισμένων αναμνήσεων εις βάρος άλλων.
Οι τρόποι με τους οποίους το νευρικό σύστημα συλλέγει και διατηρεί μεγάλο αριθμό πληροφοριών, ερευνώνται ακόμα. Πολλά υπόσχονται οι πρόσφατες έρευνες που αποσκοπούν στην εξήγηση της λειτουργίας της μ. επί βιοφυσικού και βιοχημικού επιπέδου. Τα «μνημονικά ίχνη», που μέχρι τώρα μόνο υποθέτονταν, φαίνεται ότι υλοποιούνται δια μεταβολής μερικών μορίων των πρωτεϊνών των νευρικών κυττάρων, που διατηρούν έτσι ένα είδος κωδικού αρχείου των εμπειριών που έχει ζήσει το άτομο. Έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί το πως ορισμένα φάρμακα διευκολύνουν τη μ., καθώς και τη μεταφορά «αναμνήσεων» σε ζώα που ποτέ δεν έζησαν ορισμένες εμπειρίες, όταν διατρέφονται ή παράγονται με κύτταρα άλλων ζώων που έχουν εντυπώσει την ανάμνηση αυτών των εμπειριών. Αυτά τα συμπεράσματα θα συμφωνούσαν, δι’ άλλης οδού, με τις σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ μ. και νόησης. Η μ. θεωρήθηκε επίσης ως ένας από τους παράγοντες της νόησης.
Μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε ότι η μ. δεν είναι μια αυτόνομη ιδιότητα όπως πίστευαν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι, αλλά μια σύνθετη ψυχική λειτουργία, στην οποία συμμετέχουν διάφορες όψεις και λειτουργίες της προσωπικότητας: αντίληψη, συνειρμός, φαντασία, συναισθηματικότητα, νοημοσύνη.
Πάνω, η καμπύλη σε σχήμα U, που δείχνει τη σχέση μεταξύ συναισθηματικής κατάστασης και βαθμού συγκράτησης των εντυπώσεων. Δεξιά, η μέθοδος αλυσιδωτής αναπαραγωγής, που πρότεινε ο Μπάρλετ (1932) για τη μελέτη της ποιοτικής αλλοίωσης του περιεχομένου της μνήμης. Όπως φαίνεται, το πρότυπο (κουκουβάγια) μετατρέπεται σε ένα πιο οικείο αντικείμενο (γάτα).
* * *η (ΑΜ μνήμη, Α δωρ. τ. μνᾱμα)1. ενθύμηση, ανάμνηση προσώπου ή πράγματος («τῶν δὲ κακῶν μνήμη γίγνεται οὐδεμία», Θέογν.)2. η πνευματική ικανότητα τού ανθρώπου να διατηρεί στη διάνοιά του ό,τι έμαθε, ό,τι γνωρίζει, μνημονικό, θυμητικό («ταῡτα ξύμπαντα ἀναμνήσεις καὶ μνήμας που λέγομεν», Πλάτ.)3. φρ. «από μνήμης» — απ' έξω, χωρίς τη χρησιμοποίηση σημειώσεων ή άλλου γραπτού κειμένου(«εἰπεῑν τι μνήμης ἄπο», Σοφ.)νεοελλ.1. βιολ. ψυχικό φαινόμενο που κατευθύνει τη συμπεριφορά ενός ατόμου σε συνάρτηση με ένα παλαιότερο βίωμά του2. (πληροφ.) τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, μεγάλου ή μικρού, μέσα στο οποίο αποθηκεύονται τόσο τα δεδομένα, δηλ. αριθμοί ή πληροφορίες, όσο και οι εντολές που ελέγχουν τη λειτουργία τού υπολογιστή και την επεξεργασία τών δεδομένων3. (φιλοσ.) η ικανότητα τού ανθρώπου να διατηρεί εντυπώσεις, εικόνες, παραστάσεις από το παρελθόν και να τίς αναπλάθει συνειρμικά, δηλ. σε σύνθεση με σχετικά γεγονότα ή καταστάσεις4. (ψυχολ.) η συνειδητή επανεμφάνιση μιας λειτουργίας ή μιας εμπειρίας που έχει διδαχθεί ή βιωθεί κατά το παρελθόν5. φρ. α) «ανοσολογική μνήμη»βιολ. μηχανισμός ο οποίος χαρακτηρίζει την ιδιότητα ορισμένων ανοσοκυττάρων να παρεμβαίνουν με πιο γρήγορο, πιο έντονο και πιο αποτελεσματικό τρόπο στη δευτερογενή ανοσολογική απόκριση, δηλ. κατά τη συνάντησή τους με το αντιγόνο με το οποίο έχουν ήδη συναντηθείβ) «μηχανική μνήμη» — απομνημόνευση λέξεων ή και φράσεων χωρίς ενδιαφέρον για το εννοιολογικό τους περιεχόμενο εκ μέρους εκείνου ο οποίος μνημονεύειγ) «δωρεά εις μνήμην...» — δωρεά που γίνεται προκειμένου να μνημονεύεται το όνομα νεκρούμσν.1. τελετή που γίνεται για ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος, εορτασμός επετείου, μνημόσυνο2. σκέψη, ιδέα, λογισμός3. υπόμνηση, σημείωση, καταχώριση4. φρ. «ἐπὶ μνήμης φέρω» — θυμάμαιμσν.-αρχ.αρχείο, μητρώοαρχ.1. μνημείο2. μνημόνευση, αναφορά ή μνεία πράγματος ή γεγονότος3. τάφος, μνήμα4. απεικόνιση, παρουσίαση5. στον πληθ. αἱ μνῆμαιοι ενέργειες και δυνάμεις τής μνήμης6. φρ. α) «μνῆμαι ἐν μέτροις καὶ ἄνευ μέτρων» — επιγραφέςβ) «μνήμη μυθολόγος» — μυθολογική ιστορίαγ) «μνήμη βασίλειος» — αυτοκρατορικά δωμάτια ή αυτοκρατορικά αρχείαδ) «ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς» — ο έφορος τού βασιλικού γραφείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνή-μ-η < θ. μνη- τού μι-μνή-σκω + κατάλ. -η. Το -μ- τού τύπου αναλογικά προς τα μνήμα, μνήμων].
Dictionary of Greek. 2013.